Παιδιά

Παιδιά

Η ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους και τις οικογένειες τους με σκοπό την αξιολόγηση και τη θεραπεία ενός μεγάλου εύρους ψυχολογικών δυσκολιών.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ήδη από την προσχολική έως και την εφηβική ηλικία, τα παιδιά και οι έφηβοι ωφελούνται από τη θεραπευτική διαδικασία όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους. Όταν αυτά τα προβλήματα επιδρούν στο πώς τα παιδιά συμπεριφέρονται σε καθημερινές καταστάσεις, ή στο πώς σχετίζονται με τους σημαντικούς άλλους, με τρόπους που δεν κατανοούν ή δεν μπορούν να ελέγξουν, τότε η ψυχοθεραπεία μπορεί να παρέχει έναν χώρο αποδοχής και επεξεργασίας τους.

Μέσα στο θεραπευτικό χώρο τα παιδιά όταν βιώνουν έντονα συναισθήματα όπως φόβο, άγχος, θλίψη ή θυμό, σταδιακά αποκτούν την ικανότητα να τα εκφράζουν με λέξεις και όχι με πράξεις. Η θεραπευτική διαδικασία επιτρέπει στο παιδί την επεξεργασία αυτών των συναισθημάτων, την έκφραση τους με λιγότερο προβληματικές συμπεριφορές και την επιστροφή τους στην ομαλή διαδικασία της παιδικής ή εφηβικής ανάπτυξης, δημιουργώντας προσωπικό νόημα στην εμπειρία τους.

Ο τόπος της συνεδρίας για ένα παιδί είναι παράλληλα και ένας τόπος συνάντησης με έναν «άλλο», ο οποίος έχει μάθει να διερευνά και να παρατηρεί προσεκτικά αυτό το οποίο μπορεί να επικοινωνεί το παιδί ή ο έφηβος μη λεκτικά. Πρόκειται για μια διαδικασία που περιλαμβάνει θεραπευτικές συζητήσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον θεραπευτή και το παιδί ή την οικογένεια, χωρίς επικριτική διάθεση, βοηθώντας τους να κατανοήσουν και να επιλύσουν τα προβλήματά τους, να τροποποιήσουν τις συμπεριφορές τους και να δημιουργήσουν θετικές αλλαγές στις ζωές τους. Υπάρχουν μορφές ψυχοθεραπείας, που περιλαμβάνουν διαφορετικές προσεγγίσεις, τεχνικές και παρεμβάσεις. Η τέχνη, τα χειραπτικά υλικά, τα δομημένα παιχνίδια, ή το ελεύθερο θεατρικό παιχνίδι αποτελούν μερικά από τα πολυαισθητηριακά ερεθίσματα που διευκολύνουν την αναγνώριση και έκφραση των συναισθημάτων των παιδιών.

Οι συναισθηματικές δυσκολίες που συναντάμε στην ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων περιλαμβάνουν τις μαθησιακές δυσκολίες, το άγχος, τις φοβίες, την κατάθλιψη, τα προβλήματα συμπεριφοράς, τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, τη σωματική και νοητική ανωριμότητα, ή τις συμπεριφορικές αλλαγές ως απάντηση σε μια τραυματική εμπειρία ή κακοποίηση.

Πρόκειται για μια διαδικασία που παρέχει χώρο στο παιδί να επεξεργαστεί παρουσία του θεραπευτή τις συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καλλιεργώντας παράλληλα την αίσθηση ότι ακόμη και οι πιο ενοχλητικές ή ντροπιαστικές σκέψεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να ενσωματωθούν στην αφήγηση του παιδιού. Η εμπλοκή στη θεραπευτική διαδικασία στοχεύει στην υποχώρηση των συμπτωμάτων, την ενίσχυση της αυτεπίγνωσης και τη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του παιδιού, του εφήβου και της οικογένειας.

Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει παιδιά και οι έφηβοι που αντιμετωπίζουν ένα εύρος δυσκολιών όπως: μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικότητα, παιδιά με ειδικές ανάγκες ή στο φάσμα του αυτισμού, άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτό-εκτίμηση, δυσκολίες με τις κοινωνικές τους δεξιότητες, δυσκολίες έκφρασης των συναισθημάτων τους, συμπεριφορικές δυσκολίες,  εκρήξεις θυμού, δυσκολίες στην επικοινωνία τους, και σε παιδιά τα οποία έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες (π.χ. διαζύγιο γονέων, σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση / παραμέληση κτλ.)

Η ψυχοθεραπεία βοηθά τα παιδιά και τους εφήβους να διερευνήσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τις αντιδράσεις τους στο άγχος και τα βήματα που μπορούν να ακολουθήσουν για να βελτιώσουν τη συναισθηματική τους αυτορρύθμιση. Ενισχύεται η εμπιστοσύνη, η αυτοεκτίμηση και η αυτό-εικόνα του παιδιού. Βελτιώνονται οι σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους. Επεξεργάζεται πιο λειτουργικά τους φόβους και τις δυσκολίες του κατανοώντας τον κόσμο γύρω του.

Τα αρχικά EMDR σημαίνουν στην αγγλική γλώσσα Eye Movement Desensitization and Reprocessing, όρος που αποδίδεται στα ελληνικά ως «απευαισθητοποίηση και επαναπροσαρμογή μέσω οφθαλμικών κινήσεων». H μέθοδος EMDR διεξάγεται σε ατομικές ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες και εφαρμόζεται σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά.

Πρόκειται για μια πρωτοποριακή μέθοδο ψυχοθεραπείας, η οποία συνδυάζει αρμονικά πολλά επιτυχή στοιχεία από διάφορες αποτελεσματικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις: ειδικότερα ενσωματώνει στοιχεία από την προσωποκεντρική, την ψυχοδυναμική, τη γνωσιακή-συμπεριφορική, τη διαπροσωπική θεραπευτική προσέγγιση, τη σωματική ψυχοθεραπεία καθώς και την θεραπευτική ύπνωση (Shapiro 2001). Τα στοιχεία αυτά εντάσσονται  σε δομημένα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τα οποία είναι ειδικά σχεδιασμένα, ώστε να επαυξάνουν τη θεραπευτική αποτελεσματικότητα.

Η μέθοδος EMDR είναι μία δομημένη θεραπευτική διαδικασία, η οποία πραγματοποιείται σε 8  βασικές φάσεις. Στοχεύει αρχικά στην επεξεργασία παρελθοντικών στρεσσογόνων ή τραυματικών βιωμάτων, τα οποία πιθανόν να οδήγησαν σε  μια πλειάδα από συμπτώματα και προβλήματα. Στη συνέχεια, θεραπευόμενος και θεραπευτής θέτουν ως στόχο  επεξεργασίας καταστάσεις του  παρόντος, οι οποίες πυροδοτούν δυσλειτουργικές πεποιθήσεις, συναισθήματα και σωματικά συμπτώματα, ενώ η θεραπεία ολοκληρώνεται με την εγκαθίδρυση θετικών μοτίβων συμπεριφοράς για το μέλλον, θέτοντας με αυτόν τον θεραπευτικό κύκλο τις βάσεις για την  αποκατάσταση της ψυχικής υγείας.

Η θεραπευτική διαδικασία αποτελείται από συγκεκριμένα πρωτόκολλα, ενώ ένα βασικό της στοιχείο είναι τα διεστιακά (αμφίπλευρα) αισθητηριακά ερεθίσματα (οπτικά, ακουστικά, απτικά), τα οποία αποτελούν καινοτομία της μεθόδου. Κατά τη διάρκεια των φάσεων  θεραπευτικής επεξεργασίας ο θεραπευόμενος εστιάζει την προσοχή του  σε στρεσσογόνες αναμνήσεις, ενώ ταυτόχρονα καλείται να παρακολουθήσει τα διεστιακά αυτά ερεθίσματα.  Τα αισθητηριακά  αμφίπλευρα ερεθίσματα ενισχύουν συνειρμικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα ο θεραπευόμενος να βιώνει αλλαγές σε επίπεδο γνωστικό, συναισθηματικό, νευροφυσιολογικό και σωματικών αισθήσεων.

Μέσα σε ασφαλές θεραπευτικό πλαίσιο, με την βοήθεια του ειδικού, ο θεραπευόμενος  μπορεί να ξεπεράσει την ταραχή, τον πόνο, η το ψυχολογικό σοκ  που βίωσε, είτε πρόκειται για ένα μοναδικό τραυματικό γεγονός ή για πολλαπλά τραυματικά γεγονότα που διήρκεσαν ακόμη και χρόνια.

Ενώ ο θεραπευόμενος διεξάγει τις οφθαλμικές κινήσεις, έρχεται ταυτόχρονα σε επαφή με συναισθήματα, σκέψεις, εικόνες, σωματικές αισθήσεις που συνδέονται με αυτές τις αναμνήσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια τη μείωση των συμπτωμάτων, τη μετακίνηση από μια αρνητική πεποίθηση του πελάτη σε μια νέα θετική πεποίθηση και την προοπτική βελτίωσης της λειτουργικότητας του ατόμου.

H μέθοδος EMDR διεξάγεται σε ατομικές ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες και εφαρμόζεται σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά.

———————————————–

Πηγή: Ινστιτούτο Τραυματοθεραπείας

Τα ψυχοεκπαιδευτικά προγράμματα αφορούν παιδιά παιδικής και εφηβικής ηλικίας και αποτελούν εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης με στόχο να ενισχύσουν συγκεκριμένες δεξιότητες του παιδιού που θα το καταστήσουν πιο λειτουργικό στην καθημερινότητά του και θα το βοηθήσουν να ενταχθεί και να επικοινωνήσει με τους συνομηλίκους του.

Το πρόγραμμα της ψυχοεκπαίδευσης απευθύνεται σε παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, με δυσκολίες στην κατανόηση, έκφραση ή παραδοχή των συναισθημάτων τους, σε παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση/ αυτο-εκτίμηση, σε παιδιά που λόγω συναισθηματικής ανωριμότητας δυσκολεύονται στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις και σχέσεις, αλλά και σε παιδιά όπου είναι ευάλωτα στο να εκδηλώσουν τις προαναφερθείσες δυσκολίες.

Για τη δημιουργία ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος αρχικά είναι απαραίτητη η αξιολόγηση των γνωστικών, κοινωνικών και ψυχοσυναισθηματικών δεξιοτήτων του παιδιού από τη διεπιστημονική ομάδα με σκοπό τον εντοπισμό των ιδιαίτερων δεξιοτήτων και των δυσκολιών του παιδιού και τη δημιουργία του ατομικού του εκπαιδευτικού προφίλ. Κατόπιν καταρτίζεται ένα εξατομικευμένο πλάνο παρέμβασης με συγκεκριμένους στόχους ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό του. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τη χρήση ειδικού εκπαιδευτικού υλικού, καρτών γνωστικών στόχων, κοινωνικών ιστοριών, συμπεριφορικών τεχνικών θετικής ενίσχυσης, παιχνιδιού ρόλων και επεξεργασίας των ατομικών βιωμάτων που θα μοιραστεί το παιδί με το θεραπευτή.

Μέσα από ένα ψυχοπαιδαγωγικό πρόγραμμα το παιδί ή ο έφηβος μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να:

  • Επικοινωνεί το αίτημά του και να συνεργάζεται επιτυχώς με τους γονείς και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
  • Ακολουθεί κανόνες και να σέβεται τα όρια.
  • Αναπτύξει δεξιότητες επικοινωνίας και συζήτησης για την ικανοποίηση καθημερινών συναλλαγών.
  • Εκπαιδευτεί σε πρακτικά ζητήματα καθημερινότητας (χρήση της τουαλέτας, ρουτίνα υγιεινής, ένδυση, ρουτίνα ύπνου κλπ) που θα προάγουν την αυτονομία και την αυτοεξυπηρέτηση.
  • Κατανοήσει κοινωνικούς κανόνες και πως αυτοί διαφοροποιούνται αναλόγως το πλαίσιο (οικογένεια, σχολείο, παιδική χαρά).
  • Να οργανώσει τον προσωπικό του χρόνο (μελέτη, ώρα ξεκούρασης κλπ).
  • Δουλέψει συστηματικά γύρω από την κατανόηση, την έκφραση και τη ρύθμιση των συναισθημάτων του.
  • Καλλιεργήσει τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης.
  • Ενισχύσει την ευέλικτη- δυναμική σκέψη για την επίλυση προβλημάτων της καθημερινότητας.
  • Εμπλουτίσει τα ενδιαφέροντά του και να εμπλακεί αυτόνομα σε δραστηριότητες αυτοαπασχόλησης.
  • Κατανοήσει θέματα ασφαλείας και ασφαλούς συμπεριφοράς.

Βασικοί στόχοι του προγράμματος είναι:

  • Η ανάπτυξη ή ενδυνάμωση της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών, ώστε να αντιμετωπίζουν μόνα τους και με θάρρος τις δυσκολίες στην καθημερινότητά τους.
  • Η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της αυτό- εικόνας τους, ώστε να αντιμετωπίζουν μόνα τους και με επιτυχία τις καταστάσεις που τους προκαλούν άγχος, αλλά και τα προβλήματά τους.
  • Η ανάπτυξη της ικανότητας των παιδιών να κατανοούν και να αποδέχονται τα συναισθήματά τους, αλλά και να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τη συμπεριφορά που απορρέει από αυτά.
  • Η ανάπτυξη ενσυναίσθησης απέναντι στους άλλους και στα προβλήματά τους.
  • Η εκπαίδευση στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, ώστε να επιτυγχάνεται πιο απρόσκοπτα η ένταξή τους στο οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
  • Η διαχείριση του άγχους και του θυμού.

Το πρόγραμμα ψυχοεκπαίδευσης βασίζεται στη γνωσιακή – συμπεριφορική προσέγγιση και ενσωματώνει τεχνικές όπως παιχνίδια ρόλων, θέατρο, κοινωνικές ιστορίες, παραμύθια, ημερολόγιο, συμβόλαια διαχείρισης συμπεριφοράς κ.ά.

Τόσο οι στόχοι της παρέμβασης, όσο και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται, είναι εξατομικευμένες, ανάλογα με τις ανάγκες του παιδιού, την ηλικία του αλλά και το δυναμικό του.

Η ψυχοεκπαίδευση είναι μια παρέμβαση που περιλαμβάνει τους γονείς παιδιών με αυτισμό. Ο γονέας / φροντιστής του πλησιέστερου περιβάλλοντος του παιδιού μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητας της παρέμβασης. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότερη θεραπεία προϋποθέτει την παράλληλη ψυχοεκπαιδευτική εργασία με τους γονείς των παιδιών.

Η παιγνιοθεραπεία είναι μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση βασισμένη στην θεωρία της κλινικής ψυχολόγου Virginia Axline.

Η παιγνιοθεραπεία υπερτερεί άλλων μεθόδων στην ψυχοθεραπεία ιδιαίτερα των παιδιών τόσο γιατί το παιχνίδι είναι το φυσικό μέσο επικοινωνίας και έκφρασης των παιδιών όσο και επειδή τα παιδιά λεκτικοποιούν δυσκολότερα στα συναισθήματά τους, και βρίσκουν εμπόδια στην περιγραφή των γεγονότων και των περιστατικών της καθημερινότητάς τους.

Η παιγνιοθεραπεία απευθύνεται κυρίως σε παιδιά ηλικίας 3-12 χρονών ωστόσο η εμπειρία δείχνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεγαλύτερα παιδιά ή ακόμα και σε ενήλικες εφόσον προσαρμόσουμε τις συνεδρίες αναλόγως.
Όταν το παιδί έρχεται στο δωμάτιο παιγνιοθεραπείας επιλέγει τι παιχνίδια θα χρησιμοποιήσει και πώς.

Ο ρόλος του παιγνιοθεραπευτή είναι να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ασφάλειας  και εμπιστοσύνης μέσα από το οποίο το παιδί μπορεί να εκφράσει, να κατανοήσει, να επεξεργαστεί τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του και να επιλύσει τις δυσκολίες που παρεμβάλλονται στη φυσιολογική του ανάπτυξη ή δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητά του.

Ο παιγνιοθεραπευτής, παρατηρεί το παιδί, αλληλεπιδρά και παίζει με το παιδί όταν εκείνο το επιθυμεί.

Ακολουθώντας το παιδί και πηγαίνοντας με τον δικό του ρυθμό, ο παιγνιοθεραπευτής κάνει παρατηρήσεις, περιγράφει τι γίνεται εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο και τι κάνει το παιδί και αντανακλά αυτά που βλέπει όταν το κρίνει αναγκαίο προκειμένου να βοηθήσει το παιδί να επεξεργαστεί συναισθήματα και εμπειρίες, να κατανοήσει τι συμβαίνει και να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του.

Μερικά από τα οφέλη της παιγνιοθεραπείας είναι:

  • Ενισχύεται η αυτοεκτίμηση του παιδιού
  • Επεξεργάζεται καλύτερα τους φόβους του
  • Κατανοεί τον κόσμο γύρω του
  • Διαχειρίζεται καλύτερα καταστάσεις που προκαλούν ένταση
  • Αντιμετωπίζει πιο εύκολα τις δυσκολίες της ζωής
  • Εκφράζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του
  • Μαθαίνει να μοιράζεται τις δυσκολίες του
  • Αποκτά καλή σχέση με τον εαυτό του και το δημιουργικό του κομμάτι

Η παιγνιοθεραπεία χρησιμοποιεί στις μεθόδους της: κούκλες, κουκλοθέατρο, πηλό, πλαστελίνη, παραμύθι, κίνηση, μουσική, παιχνίδια μινιατούρες, παιχνίδι ρόλων, ζωγραφική και εικαστικά κάθε είδους.

Η παιγνιοθεραπεία απευθύνεται σε παιδιά που αντιμετωπίζουν ένα εύρος δυσκολιών όπως: μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικότητα, παιδιά με ειδικές ανάγκες ή στο φάσμα του αυτισμού, άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτό-εκτίμηση, δυσκολίες με τις κοινωνικές τους δεξιότητες, δυσκολίες έκφρασης των συναισθημάτων τους, συμπεριφορικές δυσκολίες,  δυσκολίες στην επικοινωνία τους, και σε παιδιά τα οποία έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες (π.χ. διαζύγιο γονέων, κακοποίηση κτλ.).

Στην ομαδική θεραπεία δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να ανακαλύψουν πως αλληλοεπιδρούν και πώς συνδέονται μέσα σε ένα ομαδικό πλαίσιο. Τα παιδιά μπορεί να βιώνουν ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν παρουσιάζονται μόνο σε εκείνα. Μέσω της ομάδας είναι σε θέση να μοιραστούν και να αντιληφθούν ότι και άλλοι αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα, σκέψεις και συναισθήματα. Αυτή είναι μια πολύ ανακουφιστική αίσθηση. Το πλαίσιο της ομάδας παρέχει ένα ασφαλές και δομημένο περιβάλλον επιτρέποντας στα παιδιά και στους εφήβους να έχουν θετικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις να λαμβάνουν την αποδοχή και τη στήριξη από τα άλλα μέλη. Επιπλέον, ενισχύεται η εκμάθηση κοινωνικών συμπεριφορών και ορίων που τους βοηθάει και στην μετέπειτα ένταξη τους στο κοινωνικό σύνολο.

Η συμβουλευτική γονέων είναι ουσιαστικά η συνεργασία μεταξύ γονέων και  του ψυχοθεραπευτή σε θέματα διαχείρισης της συμπεριφοράς αλλά και η αναγνώριση και αποδοχή των αιτίων που προκαλούν ανησυχία στη συμπεριφορά του παιδιού τους. Ο απώτερος στόχος της συμβουλευτικής είναι η αναγνώριση και η διαχείριση των δυσκολιών που προκύπτουν καθημερινά στην ανατροφή του παιδιού. Μέσω λοιπόν της συμβουλευτικής επιτυγχάνεται η βελτίωση της ψυχο-συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού και κατά συνέπεια η βελτίωση της συμπεριφοράς του, η αποδοχή του παιδιού ως ξεχωριστή προσωπικότητα και η στήριξη του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.